perturbar - ορισμός. Τι είναι το perturbar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι perturbar - ορισμός


perturbar      
perturbar (del lat. "perturbare")
1 tr. y prnl. *Alterar[se] o *trastornar[se]. Producir[se] desorden, inquietud o intranquilidad en un sitio o en una cosa. tr. Quitarle la serenidad o la tranquilidad a alguien. prnl. Perder la tranquilidad o la serenidad.
2 tr. Causar la "perturbación mental" de alguien. prnl. Perder el juicio una persona.
perturbar      
verbo trans.
1) Inmutar, trastornar el orden y concierto de las cosas o su quietud y sosiego. Se utiliza también como pronominal.
2) Quitar la paz o la tranquilidad a alguien.
3) Impedir el orden del discurso al que va hablando.
verbo prnl.
Perder el juicio una persona. Se utiliza también como transitivo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για perturbar
1. ETA siempre ha querido perturbar los procesos electorales.
2. Pueden perturbar de alguna forma la marcha de los dos contendientes.
3. Hay que estudiarlo detenidamente, porque la decisión podría perturbar las dos jornadas que restan", ha explicado Florez.
4. El hombre fue acusado de difundir falsa información y perturbar el orden público, dijo la policía. mvc/dm
5. Según China, los brotes de violencia buscan dividir al país y perturbar los Juegos Olímpicos de Pekín 2008.
Τι είναι perturbar - ορισμός